χλωροφύλλη

χλωροφύλλη
Πράσινη χρωστική ουσία των φυτών, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ενέργεια του ηλιακού φωτός που ακτινοβολείται σε χημική ενέργεια. Πράγματι, με βάση το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, η χ. συνθέτει υδατάνθρακες· κατά τη διάρκεια της αντίδρασης (χλωροφυλλική φωτοσύνθεση), κατά την οποία η χ. με την επίδραση του φωτός δρα καταλυτικά, ελευθερώνεται οξυγόνο. Από χημική άποψη η χ. είναι μία πορφυρίνη, που περιέχει μαγνήσιο και βρίσκεται στη φύση συνδεδεμένη με μία πρωτεΐνη: το σύμπλεγμα χ. - πρωτεΐνη ονομάζεται χλωροπλαστίνη και αποτελεί μεγάλο μέρος της πράσινης ουσίας των φύλλων. Η κοσμογονική σημασία της χλωροφυλλικής φωτοσύνθεσης βασίζεται στο γεγονός ότι το άμυλο και τα απλούστερα ζάχαρα, που αποθησαυρίστηκαν στα φυτά χάρη στη δραστηριότητά της, αντιπροσωπεύουν την πηγή της διατροφής και κατά συνέπεια της ενέργειας του ζωικού βασιλείου, είτε άμεσα (χορτοφάγα) είτε έμμεσα (άλλα ζώα). Η χ. διακρίνεται σε δύο τύπους: α και β· η πρώτη είναι παρούσα σε όλα τα ανώτερα φυτά και σε όλα τα πράσινα φύκη, ενώ η β υπάρχει σε όλα τα ανώτερα και σε λίγες ομάδες φυκών (χλωροφύκη και ευγλενόφυτα). Στα φαιόχροα φύκη (φαιοφύκη), στα ρόδινα (ροδοφύκη) και σε άλλα η χ. υπάρχει, αλλά καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες διαφόρων χρωματισμών. Φωτογραφία χλωροφυλλούχων κυττάρων.
* * *
η, Ν
βοτ. η σημαντικότερη ομάδα χρωστικών που μετέχουν στη φωτοσύνθεση, με την οποία η φωτεινή ενέργεια μετατρέπεται σε χημική, και οι οποίες απαντούν στα πράσινα φυτά, στα κυανοφύκη και σε ορισμένα πρώτιστα και βακτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorophylle < χλωρ(ο)-* + φύλλον. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλωροφύλλη — η η πράσινη χρωστική ύλη που υπάρχει στα πράσινα φύλλα των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • θαλλόφυτα — Μία από τις τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις του φυτικού κόσμου που περιλαμβάνει τα φύλλα των μυξομυκήτων, των ευγλενοφυκών, των πυροφυκών, των χρυσοφυκών, των χλωροφυκών, των χαροφυκών, των φαιοφυκών, των ροδοφυκών, των ενυκήτων και των λειχήνων. Τα… …   Dictionary of Greek

  • χλωροφυλλάση — και χλωροφυλλάζη, η, Ν ένζυμο που βρίσκεται στα φυτικά κύτταρα και έχει την ιδιότητα να υδρολύει τη χλωροφύλλη σε χλωροφυλλίνη και φυτόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophyllase < chlorophyll (βλ. χλωροφύλλη) + κατάλ. ase τής χημ.… …   Dictionary of Greek

  • χηλισμός — Χημική αντίδραση, που οδηγεί στον σχηματισμό κυκλικών ενώσεων, ιδιαίτερα σταθερών, μεταξύ μεταλλικών ατόμων και οργανικών μορίων· οι ενώσεις αυτές ονομάζονται χηλικές. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1920 από τους Μόργκαν και Ντριου, και …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αποσύνθεση — Η διαδικασία με την οποία σύνθετες οργανικές ενώσεις διασπώνται σταδιακά σε απλές ανόργανες με την επίδραση διαφόρων οργανισμών που λέγονται αποσυνθέτες. Τέτοιοι οργανισμοί είναι διάφορα βακτήρια και οι μύκητες, οι οποίοι δεν διαθέτουν χλωροφύλλη …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”